μαγγώνω

μαγγώνω
μετ.
1) защемлять, прищемлять; прижимать, придавливать; схватывать; 2) схватить, поймать; 3) перен. загонять в угол, прижимать к стенке

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "μαγγώνω" в других словарях:

  • μαγγώνω — και μαγκώνω 1. συσφίγγω, συμπιέζω κάτι δυνατά, συνθλίβω («η μηχανή μού μάγγωσε τα δάχτυλα») 2. συλλαμβάνω, πιάνω («δύο μέρες κυνηγούσαν τον κλέφτη, αλλά στο τέλος τόν μάγγωσαν») 3. φέρνω κάποιον σε αδιέξοδο, τόν πιέζω, τόν στριμώχνω 4. (για… …   Dictionary of Greek

  • δαγκώνω — και δαγκάνω και δαγκάω και δακώνω (Μ δαγκώνω και δαγκάνω και δακάνω) σφίγγω ή κόβω κάτι με τα δόντια μου νεοελλ. 1. έχω τη συνήθεια ή την ιδιότητα να δαγκώνω («πρόσεχε! το σκυλί δαγκώνει») 2. είμαι εκδικητικός 3. (για έντομα) τσιμπώ, κεντρίζω 4.… …   Dictionary of Greek

  • εναποσφηνώ — ἐναποσφηνῶ ( όω) (Α) σφηνώνω μέσα σε κάτι, σφίγγω, μαγγώνω …   Dictionary of Greek

  • μάγγωμα — και μάγκωμα, το [μαγγώνω] 1. σύσφιγξη, συμπίεση, σύνθλιψη 2. σύλληψη 3. μτφ. αδυναμία έκφρασης και ενέργειας λόγω δειλίας ή αμηχανίας …   Dictionary of Greek

  • μαγγανίζω — και μαγκανίζω [μάγγανο] 1. βάζω ή σφίγγω κάτι στο μάγγανο, περνώ κάτι από το μάγγανο 2. συνθλίβω, συμπιέζω, συσφίγγω, μαγγώνω 3. μτφ. στενοχωρώ, βασανίζω …   Dictionary of Greek

  • μαγκώνω — βλ. μαγγώνω …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»